ελλοχώ

ελλοχώ
ἐλλοχῶ (-άω) (AM)
ενεδρεύω, παραμονεύω
αρχ.
είμαι γεμάτος («ἐλλοχᾱσθαι κακοῑς» — γεμάτος από κακά που θα ξεσπάσουν όπως αυτοί που ενεδρεύουν και είναι έτοιμοι να επιτεθούν).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ελλοχίζω — ἐλλοχίζω (Α) 1. ελλοχώ, ενεδρεύω 2. τοποθετώ άνδρες σε ενέδρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”